- ευπροσήγορος
- -η, -ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, -ον)αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός.επίρρ...ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως)με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ήγορος].
Dictionary of Greek. 2013.