ευπροσήγορος

ευπροσήγορος
-η, -ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, -ον)
αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός.
επίρρ...
ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως)
με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ήγορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐπροσήγορος — easy of address masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπροσήγορος — η, ο ο γλυκομίλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπροσηγορώτατον — εὐπροσήγορος easy of address masc acc superl sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσηγόρως — εὐπροσήγορος easy of address adverbial εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσήγορον — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσηγόροις — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσηγόροισιν — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσηγόρους — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσήγορα — εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσήγοροι — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”